- ὀλέτις
- ὀλέτηςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πτηνολέτις — ιδος, ἡ, Μ αυτός που αφανίζει τα πουλιά («δίκτυον... πτηνολέτιν νεφέλην», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πτηνόν + ὀλέτις, θηλ. τού ὀλέτης «καταστροφέας» (πρβλ. παιδ ολέτις)] … Dictionary of Greek
ολέτης — ὀλέτης, ὁ, θηλ. ὀλέτις (Α) ολετήρας, καταστροφέας, εξολοθρευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ολε (βλ. όλλυμι, πρβλ. ὄλε θρος, ὤλεσ α) + κατάλ. της (πρβλ. ερέ της)] … Dictionary of Greek
τειχολέτις — ιδος, ἡ, Α αυτή που καταστρέφει τα τείχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + ὀλέτις, θηλ. τού ὀλέτης «καταστροφέας»] … Dictionary of Greek